μηρυκαστικά

μηρυκαστικά
Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα και τα άκρα. Η οδοντοφυΐα είναι ατελής: λείπουν πάντοτε οι επάνω κοπτήρες, τη λειτουργία των οποίων αντικαθιστά εκτεταμένο σκληρό τύλωμα της εμπρός ζώνης της άνω γνάθου, μαζί με έξι κοπτήρες της κάτω, και τα χείλη και η γλώσσα, που είναι φτιαγμένα για να αποσπούν χόρτα και φύλλα τα οποία αποτελούν την τροφή των ζώων αυτών. Συχνά λείπουν και οι δυο επάνω κυνόδοντες, ενώ οι κάτω - ένας για κάθε πλευρά - έχουν σχήμα βούρτσας· οι προγόμφιοι είναι συνολικά 12· άλλοι τόσοι είναι οι γομφίοι, των οποίων η μασητική επιφάνεια παρουσιάζει ημισεληνοειδείς εκφύσεις. Το στομάχι διαιρείται σε 4 κοιλότητες, που λέγονται μεγάλη κοιλία, κεκρύφαλος, εχίνος και ήνυστρο. Η τροφή, που μασιέται ατελώς, περνάει στη μεγάλη κοιλία, όπου υφίσταται ζύμωση, και έπειτα στον κεκρύφαλο, που χωρίζει τη μάζα της τροφής σε μικρούς βλωμούς· αυτοί ξανανεβαίνουν στο στόμα όπου γίνεται αναμάσηση (μηρυκασμός) και άφθονη σιάλωση. Η επεξεργασμένη τροφή περνάει στον εχίνο κι από εκεί στο ήνυστρο, που περιέχει αδένες οι οποίοι εκκρίνουν τα πεπτικά υγρά· όταν τελειώσει εκεί η πρώτη φάση της πέψης, η τροφή περνάει στο έντερο, πάντοτε πολύ μακρύ σε σχέση με τις διαστάσεις του ζώου, όπου γίνεται η αφομοίωση. Τα άκρα των μ. δεν έχουν γενικά πρώτο δάχτυλο· το δεύτερο και το πέμπτο δάχτυλο, που μερικές φορές λείπουν, δεν είναι πολύ αναπτυγμένα και δεν αγγίζουν το έδαφος· έτσι το βάρος του σώματος πέφτει μόνο στο τρίτο και τέταρτο δάχτυλο, που είναι αρκετά ισχυρά: ένα χοντρό νύχι σε σχήμα οπλής προστατεύει την τελευταία φάλαγγα των δαχτύλων αυτών. Τα οστά του μετακαρπίου και του μεταταρσίου, που σχετίζονται με το τρίτο και τέταρτο δάχτυλο, ενωμένα μεταξύ τους, αποτελούν τον λεγόμενο κανόνα. Και το προκνήμιο και η περόνη είναι συνενωμένα και αποτελούν ένα σώμα. Τα κέρατα, με τα οποία όμως δεν είναι προικισμένα όλα τα μ., έχουν ποικίλο σχήμα και ανάπτυξη. Η αναπαραγωγή γίνεται σε διάφορες εποχές, ανάλογα με το κλίμα της ζώνης στην οποία είναι διαδεδομένα· ποικίλη επίσης είναι και η διάρκεια της κύησης· σε κάθε τοκετό γεννιούνται ένα ή σπανιότερα δύο μικρά καλά αναπτυγμένα. Τα είδη των μ. που βρίσκονται σε άγρια κατάσταση ζουν σε ποικίλα περιβάλλοντα και είναι διασκορπισμένα παντού, εκτός από την Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Μαδαγασκάρη και Αντίλλες. Οι κατοικίδιες μορφές είναι διαδεδομένες σ’ όλον τον κόσμο. Η υποτάξη αυτή των θηλαστικών υποδιαιρείται σε 5 οικογένειες: των τραγιδών, των ελαφιδών, των καμηλοπαρδαλιδών, των ανηλοκαπριδών και των βοοειδών. Οι τραγίδες, που περιλαμβάνουν δύο μόνο γένη, τον τράγουλο και τον υαιμόσχο, χαρακτηρίζονται από την απουσία κεράτων και στα δύο φύλα κι από τις μέτριες διαστάσεις: π.χ. στον πυγμαίο τράγουλο, που δεν είναι πολύ μικρότερος από τα πολυάριθμα είδη και υποείδη, το ύψος έως την κορυφή της ράχης, που είναι πιο ψηλή από το ακρώμιο, δεν υπερβαίνει τα 25 εκ. Οι τραγίδες έχουν 34 δόντια, από τα οποία 6 κοπτήρες, που εμφανίζονται μόνο στην επάνω γνάθο, 4 κυνόδοντες, 12 προγόμφιοι και 12 γομφίοι· τα μ. αυτά διαφέρουν από τα άλλα, γιατί έχουν τη μεγάλη κοιλία του στομαχιού χωρισμένη σε διάφορες κοιλότητες και τον εχίνο πολύ μικρό. Το γένος tragulus είναι διαδεδομένο στην Ινδία και στη νοτιοανατολική Ασία, ενώ το γένος hyemoschus ζει στα τροπικά δάση της Αφρικής. Η οικογένεια των αντιλοκαπριδών, που κατά το μειόκαινο περιλάμβανε πάνω από δώδεκα γένη αντιπροσωπεύεται σήμερα μόνο από ένα είδος, την antilocapra americana, διαδεδομένη σε μεγάλες περιοχές της Βόρειας Αμερικής. Το μ. αυτό έχει ύψος ώς το ισχίο 90 εκ. περίπου μ. και μήκος λίγο περισσότερο από ένα μέτρο, περιλαμβανόμενης και της μικρής ουράς του· από μερικές απόψεις μοιάζει αόριστα με τις αντιλόπες και με μερικούς κριούς. Τα κέρατα, που στο αρσενικό έχουν μήκος 30 περίπου εκ. και στο θηλυκό κάτι λιγότερο από το μισό, πέφτουν κι ανανεώνονται κάθε χρόνο· τα κέρατα των αρσενικών έχουν μπροστά, στο ένα τρίτο του ύψους, μια μικρή προεξοχή. Η οδοντοφυΐα μοιάζει με εκείνη που έχουν οι καμηλοπαρδάλεις. Τα άκρα είναι μακριά και λεπτά. Το τρίχωμα, τραχύ και κοντό σχεδόν παντού, έχει χρώμα σκούρου πούρου στις ανώτερες ζώνες του λαιμού και του κορμού και λευκό στα μάγουλα, στα πλευρά και στην κοιλιά. Το είδος αντιλοκάπρα (antilocapra americana), της οικογένειας των αντιλοκαπριδών, η οποία ανήκει στην υπόταξη των μηρυκαστικών, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε μεγάλες περιοχές της Βόρειας Αμερικής. Ο υδρόβιος υαιμόσχος, εκπρόσωπος ενός από τα δύο γένη (hyemoschus) των τραγιδών, ζει, μαζί με μερικά υποείδη, στα δάση μεταξύ του Κονγκό και της Γκάμπια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηρυκαστικά — τα υπόταξη θηλαστικών χορτοφάγων ζώων που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους το μηρυκασμό: Η αγελάδα ανήκει στα μηρυκαστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπληφόρα — Ομάδα θηλαστικών προικισμένων με οπλή. Παλαιότερα, τα ο. κατατάσσονταν σε ιδιαίτερη τάξη, οι νεότερες όμως ταξινομήσεις ανέβασαν σε τάξεις τις παλιές υποτάξεις· περιλαμβάνουν τα μηρυκαστικά και τα μη μηρυκαστικά αρτιοδάκτυλα, τα υρακοειδή, τα… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άλκη — η Ζωολ. το μεγαλύτερο σύγχρονο ελάφι. Ανήκει στην τάξη Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην οικογένεια Cervidae και την υποοικογένεια Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό είδος τού γένους Alces. Είναι ογκώδες, με μακριά πόδια και κοντό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • άφθα — Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε… …   Dictionary of Greek

  • αναμηρυκάζω — 1. (για μηρυκαστικά ζώα) αναμασώ την τροφή, αναχαράζω 2. (για τα λόγια) επαναλαμβάνω τα ίδια, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + μηρυκάζω. ΠΑΡ. αναμηρυκασμός, αναμηρυκαστικός] …   Dictionary of Greek

  • αναμηρυκασμός — ο [αναμηρυκάζω] 1. (για τα μηρυκαστικά ζώα) αναμάσημα, ξαναμάσημα τής τροφής, αναχάραγμα 2. (για τα λόγια) επανάληψη τών λόγων ή θεωριών ενός άλλου, αναμάσημα …   Dictionary of Greek

  • βοοειδής — ές (AM βοοειδής, ές) (για ζώα) αυτός που έχει κοινά χαρακτηριστικά με το βόδι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα βοοειδή αρτιοδάκτυλα θηλαστικά μηρυκαστικά χωρίς κοπτήρες και κυνόδοντες στην άνω σιαγόνα και με μόνιμα κοίλα κέρατα στο μέτωπο …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”